-
1 ἡμικόσμιον
ἡμι-κόσμιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμικόσμιον
См. также в других словарях:
ιπποκόσμια — ἱπποκόσμια, τὰ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κοσμήματα ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κοσμιον (< κόσμος «στολισμός»), πρβλ. ημι κόσμιον, κορο κόσμιον] … Dictionary of Greek