-
1 ἡμικρανία
A pain on one side of the head or face, ib.592:—also [suff] ἡμι-κράνιον, τό, PMag.Lond.121.199, Arch.f. Religionswiss.24.176 ([place name] Carnuntum).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμικρανία
См. также в других словарях:
ημικρανία — Νόσος που χαρακτηρίζεται από δυνατό και επαναλαμβανόμενο πόνο συνήθως στη μια πλευρά του κεφαλιού, που επιδεινώνεται από το φως και συνοδεύεται πολύ συχνά από αίσθημα ναυτίας, εμετό και αίσθημα δυνατών παλμών στο κεφάλι. Οι κρίσεις η. διαρκούν… … Dictionary of Greek
κατακρανία — η (Μ κατακρανία) εγκεφαλική πάθηση τών ζώων, ιδίως τών ιπποειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο κρανία, ημι κρανία] … Dictionary of Greek
ετεροκρανία — ἑτεροκρανία, ἡ (Α) η ημικρανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + κρανία (< κρανίον), πρβλ. ημι κρανία] … Dictionary of Greek
μιγκρένα — η ημικρανία, κεφαλόπονος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. migraine < λατ. hemigrania < ἡμι κρανία] … Dictionary of Greek
Κονγκό, Λαϊκή Δημοκρατία — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό Συμβατική ονομασία: Κονγκό Κινσάσα Παλαιότερη ονομασία: Βελγικό Κονγκό (1908 60) / Ζαΐρ (1971 98) Έκταση: 2.345.410 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.861.100 κάτ. (2003) Πρωτεύουσα: Κινσάσα (6.541.300 κάτ. το… … Dictionary of Greek