Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμιόνειος

См. также в других словарях:

  • ημιόνειος — ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη» ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα ειος (πρβλ. κύκν ειος, χελιδόν ειος)] …   Dictionary of Greek

  • ἡμιόνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνειον — ἡμιόνειος of masc acc sg ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείη — ἡμιόνειος of fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείην — ἡμιόνειος of fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείῃ — ἡμιόνειος of fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιονείῳ — ἡμιόνειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνεαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνεια — ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνειαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόνειοι — ἡμιόνειος of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»