-
1 ημιόνειος
-
2 ἡμιόνειος
-
3 ἡμιόνειος
ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen, Od. 6, 72 Il. 24, 189; Her. 1, 188; ζυγόν Il. 24, 268; ἡ ἡμιο-νεία, sc. κόπρος, = ἡμιονίς, Suid.
-
4 ημιονειος
-
5 ἡμιόνειος
ἡμιόνειος, α, ον, von Mauleseln; ἅμαξα ἡμιονείη, ein von Mauleseln gezogener Wagen -
6 ἡμιόνειος
A of, belonging to a mule, ἄμαξα ἡ. drawn by mules. Od.6.72, Il.24.189; ζυγὸν ἡ. ib. 268; κόπρος ἡμιονείη,= ἡμιονίς, Pamphoap. Philostr.Her.2.19, cf. Suid. s.v.II ἡμιόνειος πόα,=ἡμιόνιον 1
, Dsc.Eup.2.100.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόνειος
-
7 ἡμιόνειος
ἡμι-όνειος: of mules; ἅμαξα, ζυγόν, mule-wagon, mule-yoke, Od. 6.62, Il. 24.268.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἡμιόνειος
-
8 ημιονεία
ἡμιονείᾱ, ἡμιόνειοςof: fem nom /voc /acc dualἡμιονείᾱ, ἡμιόνειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
9 ἡμιονεία
ἡμιονείᾱ, ἡμιόνειοςof: fem nom /voc /acc dualἡμιονείᾱ, ἡμιόνειοςof: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
10 ημιονείας
ἡμιονείᾱς, ἡμιόνειοςof: fem acc plἡμιονείᾱς, ἡμιόνειοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
11 ἡμιονείας
ἡμιονείᾱς, ἡμιόνειοςof: fem acc plἡμιονείᾱς, ἡμιόνειοςof: fem gen sg (attic doric aeolic) -
12 ημιονείη
ἡμιόνειοςof: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἡμιόνειοςof: fem dat sg (epic ionic) -
13 ημιόνειον
-
14 ἡμιόνειον
-
15 ἡμιονικός
-
16 ημιονείην
-
17 ἡμιονείην
-
18 ημιονείω
-
19 ἡμιονείῳ
-
20 ημιόνεαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ημιόνειος — ἡμιόνειος και ιων. τ. ἡμιόνεος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει σε ημίονο ή σύρεται από ημίονο («ἅμαξα ἡμιόνειος», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κόπρος ἡμιονείη» ἡμιονίς*, κοπριά ημιόνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + επίθημα ειος (πρβλ. κύκν ειος, χελιδόν ειος)] … Dictionary of Greek
ἡμιόνειος — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνειον — ἡμιόνειος of masc acc sg ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείη — ἡμιόνειος of fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείην — ἡμιόνειος of fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείῃ — ἡμιόνειος of fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιονείῳ — ἡμιόνειος of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνεαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνεια — ἡμιόνειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνειαι — ἡμιόνειος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόνειοι — ἡμιόνειος of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)