-
1 ημιφόρια
-
2 ἡμιφόρια
См. также в других словарях:
ἡμιφόρια — ἡμιφόριον half subscription neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ημιφόρια
2 ἡμιφόρια
ἡμιφόρια — ἡμιφόριον half subscription neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)