Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμιολία

См. также в других словарях:

  • ἡμιολία — ἡμιολίᾱ , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc/acc dual ἡμιολίᾱ , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίᾳ — ἡμιολίᾱͅ , ἡμιόλιος containing one and a half fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιολία — Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο… …   Dictionary of Greek

  • ἡμιόλια — ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίας — ἡμιολίᾱς , ἡμιόλιος containing one and a half fem acc pl ἡμιολίᾱς , ἡμιόλιος containing one and a half fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίαι — ἡμιολίᾱͅ , ἡμιόλιος containing one and a half fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιολίαν — ἡμιολίᾱν , ἡμιόλιος containing one and a half fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιόλι' — ἡμιόλια , ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl ἡμιόλιε , ἡμιόλιος containing one and a half masc voc sg ἡμιόλιαι , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο …   Dictionary of Greek

  • τριημιολία — ή τριηρημιολία, ἡ, Α ελαφρό πολεμικό πλοίο χωρίς κατάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἡμιολία «ελαφρό πλοίο με κουπιά». Ο τ. τριηρημιολία (< τριήρης + ἡμιολία) πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε τριημιολία] …   Dictionary of Greek

  • Hellenistic-era warships — The famous 2nd century BC Nike of Samothrace, standing atop the prow of an oared warship, most probably a trihemiolia. From the 4th century BC on, new types of oared warships appeared in the Mediterranean Sea, superseding the trireme and… …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»