-
1 ημιολία
ἡμιολίᾱ, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem nom /voc /acc dualἡμιολίᾱ, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἡμιολίᾱͅ, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ημιολια
ἥ (sc. ναῦς)1) гемиолия (легкое судно, преимущ. пиратское, с полуторным рядом гребцов) Diod.2) полуторное количествоἡ ἡ. τοῦ τιμήματος Plat. — в полтора раза больше исковой суммы
-
3 ημιόλια
-
4 ἡμιόλια
-
5 ἡμιολία
Βλ. λ. ημιολία -
6 ἡμιολίᾳ
Βλ. λ. ημιολία -
7 ημιολία
η шхуна -
8 ἡμιολία
-
9 τριηρ-ημιολία
τριηρ-ημιολία, ἡ, auch τριημιολία, ein leichtes Kriegsschiff ohne Verdeck, kleiner als ein Vierruderer, Pol. 16, 2, 10; Ath. X, 203, l; VLL.; vgl. Phot. unter ἡμιολία u. Wesseling zu D. Sic. 20, 93.
-
10 τρι-ημιολία
τρι-ημιολία, ἡ, s. τριηρημιολία.
-
11 ημιολιος
-
12 ἡμιόλιος
A containing one and a half, half as much or as large again, Pl.Tht. 154c;περίμετρος Plb.6.32.7
;ηὔξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέθει D.S.15.44
: c. gen., τὰς περόνας ἡμιολίας.. τοῦ τότε κατεστεῶτος μέτρου half as large again as.., Hdt.5.88; [γωνία] ἁμιόλιος τᾶς μέσας Ti.Locr.98a
; [ὁ γνήσιος ἀετὸς] ἡ. τῶν ἀετῶν Arist.HA 619a13
; neut., half as much again,ἡμιόλιον οὗ πρότερον ἔφερον X.An.1.3.21
; ἡμιόλιον ὀφλέτω ὅ τι συλάσαι let him be fined half as much again as the amount he seized, IG9(1).333.5 ([dialect] Locr., v B.C.); of numbers, half as many again,ποιήσας ἡμιολίους τοὺς ναύτας ἢ πρόσθεν Plb.10.17.12
.II in the ratio of one and a half to one (3:2), as in musical sounds,ἡμιολίαι διαστάσεις Pl.Ti. 36a
; τὸ δι' ὀξειᾶν ἡ. Philol.6; ἡ ἡμιολία this ratio,τὴν ἡ. τοῦ τιμήματος Pl.Lg. 956d
; ἀποτίνειν τὴν φέρνην σὺν τῇ ἡ. Mitteis Chr.280.15 (ii B.C.). Adv.- ίως Nicom.Ar.2.20
, Procl.in Ti.2.223 D.III ἡμιολία ναῦς a light vessel with one and a half banks of oars, D.S.19.65; also ἡμιολία alone, Thphr.Char.25.2, D.S.16.61, Mus.Belg.14.20 (but- ίους Plb.5.101.2
,- ιον Hsch.
), etc.; used by pirates, Thphr.Char. l.c.;ἡ. λῃστρικαί Arr.An.3.2.5
, etc.; expld. by δίκροτος (q.v.) ναῦς, Hsch.IV τροχαϊκὸς ἡ. (sc. στίχος ) trochaic verse consisting of a metre and a half, Heph.15.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιόλιος
-
13 ημιολιον
-
14 ημιολίας
ἡμιολίᾱς, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem acc plἡμιολίᾱς, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem gen sg (attic doric aeolic) -
15 ἡμιολίας
ἡμιολίᾱς, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem acc plἡμιολίᾱς, ἡμιόλιοςcontaining one and a half: fem gen sg (attic doric aeolic) -
16 ἡμι-όλιος
ἡμι-όλιος, auch 3 Endgn, Her. 5, 88, anderthalb (das andere Ganze nur halb habend), z. B. 4: 6, Plat. Theaet. 154 c; διαστάσεις, Tim. 36 a, öfter; μισϑός, οὗ πρότερον ἔφερον, einhalbmal mehr als früher, Xen. An. 1, 3, 21, wie τῶν αἰετῶν ἡμ., anderthalbmal so groß wie, Arist. H. A. 9, 32; ηὔ. ξησε τὰ δόρατα ἡμιολίῳ μεγέϑει D. Sic. 15, 44; – ὁ ἡμιόλιος, Pol. 5, 101, 2, = ἡμιολία 2), v. l. τοὺς ἡμιόλους.
-
17 ἡμι-ολία
ἡμι-ολία, ἡ, 1) das Zahlenverhältniß von anderthalb, Plat. Legg. XII, 956 c; ἡ τρίτη ἡμιολία Tim. 35 b. – 2) sc. ἡ ναῦς, ein leichtes Fahrzeug der Seeräuber, Pol. bei Suid., vielleicht mit anderthalb Reihen von Ruderbänken (vgl. E. M.); λῃστρικαί Arr. An. 3, 2, 5. 6, 18, 7; l. d. bei D. Sic. 16, 61.
-
18 τριημιολια
ἥ триемиолия (легкое военное беспалубное судно с 2 1 / 2 рядами весел) Polyb., Diod. -
19 ημιολίαι
-
20 ἡμιολίαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡμιολία — ἡμιολίᾱ , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc/acc dual ἡμιολίᾱ , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίᾳ — ἡμιολίᾱͅ , ἡμιόλιος containing one and a half fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιολία — Ιστιοφόρο με κατάρτια ημιόλια ή ημιολικά. Τα κατάρτια αυτά χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: στα ημιόλια τα γνωστά με την ονομασία γκλίζες του τουρκέτου, στις γκλίζες της μαΐστρας και στα επίδρομα, που λέγονται συνήθως μπούμες. Η ίδια λέξη, στο… … Dictionary of Greek
ἡμιόλια — ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίας — ἡμιολίᾱς , ἡμιόλιος containing one and a half fem acc pl ἡμιολίᾱς , ἡμιόλιος containing one and a half fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίαι — ἡμιολίᾱͅ , ἡμιόλιος containing one and a half fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιολίαν — ἡμιολίᾱν , ἡμιόλιος containing one and a half fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιόλι' — ἡμιόλια , ἡμιόλιος containing one and a half neut nom/voc/acc pl ἡμιόλιε , ἡμιόλιος containing one and a half masc voc sg ἡμιόλιαι , ἡμιόλιος containing one and a half fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιόλιος — ία, ο (Α ἡμιόλιος και δωρ. τ. ἁμιόλιος, ία, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ένα όλο και το μισό του επί πλέον, ο ενάμισυς 2. το ουδ. ως ουσ. το ημιόλιο(ν) ήμισυ επί πλέον, δηλαδή ενάμισυ νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ήμιολία ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο … Dictionary of Greek
τριημιολία — ή τριηρημιολία, ἡ, Α ελαφρό πολεμικό πλοίο χωρίς κατάστρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἡμιολία «ελαφρό πλοίο με κουπιά». Ο τ. τριηρημιολία (< τριήρης + ἡμιολία) πρέπει μάλλον να διορθωθεί σε τριημιολία] … Dictionary of Greek
Hellenistic-era warships — The famous 2nd century BC Nike of Samothrace, standing atop the prow of an oared warship, most probably a trihemiolia. From the 4th century BC on, new types of oared warships appeared in the Mediterranean Sea, superseding the trireme and… … Wikipedia