Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἡμιμόχϑηρος

См. также в других словарях:

  • ημιμόχθηρος — ἡμιμόχθηρος, ον (Α) αυτός που είναι εν μέρει μοχθηρός, μισοάδικος, μισόκακος («ὥρμησαν δὲ ἐπὶ τὰ ἄδικα ἀδικίᾳ ἡμιμόχθηροι ὄντες» ρίχτηκαν στις αδικίες, ενώ ήταν μισοάδικοι, Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • ἡμιμόχθηρος — half evil masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμόχθηρον — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem acc sg ἡμιμόχθηρος half evil neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμοχθήροις — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμοχθήρων — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμόχθηρα — ἡμιμόχθηρος half evil neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμιμόχθηροι — ἡμιμόχθηρος half evil masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • ημιπόνηρος — ἡμιπόνηρος, ον (Α) εν μέρει πονηρός, μισοπόνηρος, ημιμόχθηρος* …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»