-
1 ημιμναίων
-
2 ἡμιμναίων
-
3 τριώδελον
A = τριῶν ἡμιμναίων σταθμός, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριώδελον
См. также в других словарях:
ἡμιμναίων — ἡμίμναιον neut gen pl ἡμιμναί̱ων , ἡμιμναῖον half mina neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… … Dictionary of Greek