Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμιμναίων

См. также в других словарях:

  • ἡμιμναίων — ἡμίμναιον neut gen pl ἡμιμναί̱ων , ἡμιμναῖον half mina neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τριώβολο — το / τριώβολον, ΝΑ, και δωρ. τ. τριώδελον Α (στην αρχ. Ελλάδα) αργυρό νόμισμα που ισοδυναμούσε με μισή δραχμή αρχ. 1. (στην Αθήνα) ο τακτικός μισθός τών δικαστών για τις καθημερινές συνεδριάσεις, ο οποίος ορίστηκε την εποχή τού Περικλέους αλλά… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»