-
1 ημικυλίνδριον
-
2 ἡμικυλίνδριον
-
3 ἡμικυλίνδριον
ἡμι-κυλίνδριον, τό, u. ἡμικύλινδρος, ὁ, Halbzylinder, Mathem -
4 ημικυλινδρίου
-
5 ἡμικυλινδρίου
-
6 ημικυλινδρίω
-
7 ἡμικυλινδρίῳ
См. также в других словарях:
ημικυλίνδριον — ἡμικυλίνδριον, τὸ (Α) [ημικύλινδρος] ημικύλινδρος, μισός κύλινδρος … Dictionary of Greek
ἡμικυλίνδριον — half cylinder neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικυλινδρίου — ἡμικυλίνδριον half cylinder neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμικυλινδρίῳ — ἡμικυλίνδριον half cylinder neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek