-
1 τριπόδιος
τρῐπόδ-ιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τριπόδιος
См. также в других словарях:
τριπόδιος — ον, Α [τρίπους, οδος] αυτός που έχει τρία πόδια, τρία στηρίγματα («τριπόδια ἡμικάδια», πάπ.) … Dictionary of Greek