-
1 ἡμι-δανάκιον
ἡμι-δανάκιον, τό, eine Münze (s. δανάκη), Hesych. Bei Theo progymn. 12 hat Ruhnk, falsch ἡμιδανάκη vermuthet.
См. также в других словарях:
ημιδανάκη — ἡμιδανάκη, ή και ἡμιδανάκιον, το (Α) περσικό νόμισμα, το ήμισυ της δανάκης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δανάκη*] … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek