-
1 ημιδακτυλιον
См. также в других словарях:
ημιδακτύλιον — ἡμιδακτύλιον, τὸ (Α) επιγρ. μισός δάκτυλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + δακτύλ ιον] … Dictionary of Greek
ἡμιδακτύλιον — half finger s breadth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδακτυλίου — ἡμιδακτύλιον half finger s breadth neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιδακτυλίων — ἡμιδακτύλιον half finger s breadth neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
πενθημιδακτύλιος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος ίσο με δυόμισυ δακτύλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + ἡμιδακτύλιον] … Dictionary of Greek