-
1 ημετέρωι
-
2 ἡμετέρωι
См. также в других словарях:
ἡμετέρωι — ἡμετέρῳ , ἡμέτερος our masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ημετέρωι
2 ἡμετέρωι
ἡμετέρωι — ἡμετέρῳ , ἡμέτερος our masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)