-
1 ἡμερ-αυγής
ἡμερ-αυγής, ές, bei Tage glänzend, Sp.
-
2 ἡμεραυγής
ἡμερ-αυγής, ές, bei Tage glänzend
См. также в других словарях:
ημεραυγής — ἡμεραυγής, ές (Μ) 1. (για τον ήλιο) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής ημέρας 2. ο λαμπερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) + αυγής (< αυγή «λάμψη» ή *αύγος), πρβλ. δι αυγής, τηλ αυγής)] … Dictionary of Greek