Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡμερώσῃ

См. также в других словарях:

  • ημέρωση — η (AM ἡμέρωσις) [ημερώνω] η εξημέρωση, το ημέρωμα αρχ. 1. (για γη) καλλιέργεια («αἱ ἐξημερώσεις καὶ αἱ κοπρίσεις», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξευγενισμός («ἀνθρώπων ἡμερώσεις», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ημέρωση — η ημέρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡμερώση — ἡμέρωσις a taming fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμερώσῃ — ἡμερώσηι , ἡμέρωσις a taming fem dat sg (epic) ἡμερόω tame aor subj mid 2nd sg ἡμερόω tame aor subj act 3rd sg ἡμερόω tame fut ind mid 2nd sg ἡμερόω tame futperf ind mp 2nd sg ἡμερόω tame futperf ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πράυνση — η κατευνασμός, γαλήνεψη, ημέρωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»