-
1 ημερώση
ἡμέρωσιςa taming: fem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————ἡμερώσηι, ἡμέρωσιςa taming: fem dat sg (epic)ἡμερόωtame: aor subj mid 2nd sgἡμερόωtame: aor subj act 3rd sgἡμερόωtame: fut ind mid 2nd sgἡμερόωtame: futperf ind mp 2nd sgἡμερόωtame: futperf ind mid 2nd sg -
2 ἡμερώση
Βλ. λ. ημερώση -
3 ἡμερώσῃ
Βλ. λ. ημερώση -
4 ημέρωση
[-ις (-εως)] η см. ημέρωμα -
5 ημέρωση
[имэроси] ουσ θ приручение, укрощение.
См. также в других словарях:
ημέρωση — η (AM ἡμέρωσις) [ημερώνω] η εξημέρωση, το ημέρωμα αρχ. 1. (για γη) καλλιέργεια («αἱ ἐξημερώσεις καὶ αἱ κοπρίσεις», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξευγενισμός («ἀνθρώπων ἡμερώσεις», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ημέρωση — η ημέρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμερώση — ἡμέρωσις a taming fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερώσῃ — ἡμερώσηι , ἡμέρωσις a taming fem dat sg (epic) ἡμερόω tame aor subj mid 2nd sg ἡμερόω tame aor subj act 3rd sg ἡμερόω tame fut ind mid 2nd sg ἡμερόω tame futperf ind mp 2nd sg ἡμερόω tame futperf ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πράυνση — η κατευνασμός, γαλήνεψη, ημέρωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)