Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡμεροκατάλλακτον

См. также в других словарях:

  • ημεροκατάλλακτον — ἡμεροκατάλλακτον, τὸ (Α) το ημεροκαλλές*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κατάλλακτον, ουδ. τού κατάλλακτος (< κατ αλλάσσω), πρβλ. α κατ άλλακτος, εύ κατ άλλακτος] …   Dictionary of Greek

  • ἡμεροκατάλλακτον — Martagon lily neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»