Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμερησίων

См. также в других словарях:

  • ἡμερησίων — ἡμερήσιος of the day fem gen pl ἡμερήσιος of the day masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • είδηση — Σύντομο κείμενο που παρέχει πληροφορίες για ένα γεγονός. Περιέχει τρία στοιχεία: ένα συμβάν, ένα ρεπορτάζ (που μπορεί να μεταφέρει τη γνώση για το συμβάν) και ένα ακροατήριο (αναγνώστες, ακροατές ή θεατές), στο οποίο προσφέρεται το ρεπορτάζ μέσω… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων — (ΑΠΕ). Ανώνυμη εταιρεία, με έδρα την Αθήνα, που έχει ως αντικείμενο τη «συλλογή, επεξεργασία και αξιολόγηση εσωτερικών και διεθνών ειδήσεων, φωτογραφιών καθώς και ραδιοφωνικού και τηλεοπτικού υλικού και τη διανομή τους στα ΜΜΕ». Διατηρεί πλήρη… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης, Γεώργιος (Τζώρτζης) — (Κωνσταντινούπολη 1912 – Αθήνα 1983).Δημοσιογράφος και εκδότης. Το 1924 εγκαταστάθηκε στον Πειραιά. Σπούδασε στη γαλλική σχολή Άγιος Παύλος. Αρχικά εργάστηκε ως λογιστής (1932 34) και στη συνέχεια σταδιοδρόμησε ως εκδότης και δημοσιογράφος. Το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοστοιχεία — Χημικά στοιχεία που βρίσκονται στους ζωντανούς οργανισμούς σε χαμηλές συγκεντρώσεις (συνήθως χιλιοστά τοις εκατό ή λιγότερο). Ο όρος χρησιμοποιείται ακόμα για να δηλώσει έναν αριθμό χημικών στοιχείων που περιέχονται σε διάφορα είδη εδαφών, σε… …   Dictionary of Greek

  • πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… …   Dictionary of Greek

  • φωτοπεριοδικότητα — η, και φωτοπεριοδισμός, ο, Ν βιολ. η αντίδραση τών ζωντανών οργανισμών στις εναλλαγές τών περιόδων φωτός και σκότους και, συγκεκριμένα, η λειτουργική ή συμπεριφορική απόκριση ενός οργανισμού στις μεταβολές τής διάρκειας τών ημερήσιων, εποχικών ή… …   Dictionary of Greek

  • Αποστολίδης, Ηρακλής — (Πύργος [σημερινή Μπουργκάς], Βουλγαρία 1893 – 1970).Δημοσιογράφος και λόγιος, διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης (1945 59). Φοίτησε στο γυμνάσιο Αδριανούπολης, στη Σχολή Γλωσσών και Εμπορίου της Κωνσταντινούπολης και, αργότερα, στο Βαρβάκειο της …   Dictionary of Greek

  • Βλάχου, Ελένη — (Αθήνα 1911 – 1995).Εκδότρια και δημοσιογράφος. Υπήρξε πρωτοπόρος της ελληνικής δημοσιογραφίας καθώς και εκδότρια της εφημερίδας Καθημερινή, από το 1951 που πέθανε ο πατέρας της Γεώργιος Βλάχος (βλ. λ.) και μέχρι τον θάνατό της. Στη διάρκεια της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τύπος — ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Πριν και κατά τη διάρκεια της Eπανάστασης του 1821 Η γέννηση του ελληνικού Τύπου συντελέστηκε ουσιαστικά στα τέλη του 18ου αιώνα στις περιοχές της ελληνικής διασποράς. Η οικονομική ευρωστία της… …   Dictionary of Greek

  • ΕΣΗΕΑ — (Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών). Επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων που εργάζονται στις ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών. Ιδρύθηκε το 1914 ως Ένωσις Συντακτών, ενώ τη σημερινή ονομασία έλαβε με τροποποίηση του καταστατικού της …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»