-
1 Ημερησία
Ἡμερησίᾱ, Ἡμερησίαfem nom /voc /acc dual——————Ἡμερησίᾱͅ, Ἡμερησίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ημερησία
ἡμερησίᾱ, ἡμερήσιοςof the day: fem nom /voc /acc dualἡμερησίᾱ, ἡμερήσιοςof the day: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἡμερησίᾱͅ, ἡμερήσιοςof the day: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 Ημερήσια
-
4 Ἡμερήσια
-
5 ημερήσια
-
6 ἡμερήσια
-
7 ἡμερησία
Βλ. λ. ημερησία -
8 ἡμερησίᾳ
Βλ. λ. ημερησία -
9 Ἡμερησία
Βλ. λ. Ημερησία -
10 Ἡμερησίᾳ
Βλ. λ. Ημερησία -
11 ημερήσια διάταξη
дневен редГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ημερήσια διάταξη
-
12 ημερησία διάταξη
дневниот редГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > ημερησία διάταξη
-
13 gündem
ημερήσια διάταξη -
14 ημερήσιος
ία, ο[ν]1) ежедневный;ημερήσία έξοδα — ежедневные расходы;
η ημερήσία των Αθηνών «Το Βήμα» — афинская ежедневная газета «Вима»;
2) будничный, обыденный;3) дневной, происходящий днём;ημερήσία εργασία — дневная работа;
4) дневной, однодневный, суточный;ημερήσία μερίδα — суточный рацион;
ημερήσία πορεία — суточный, дневной переход, марш;
ημερήσία κίνηση της γης — суточное вращение Земли;
ημερήσία αποζημίωση — суточные (о деньгах);
§ ημερήσία διάταξη — повестка дня;
ημερήσία διαταγή — воен, приказ по части
-
15 Ημερησίας
-
16 Ἡμερησίας
-
17 повестка
повестк||аж ἡ είδοποίηση [-ις], ἡ ἀγγελία (уведомление) / ἡ κλήση [-ις], ἡ κλήτευση [-ις] (в суд) / ἡ πρόσκληση [-ις], τό κάλεσμα (в армию)· ◊ \повестка дия ἡ ἡμερήσια διάταξη· поставить на \повесткау дня βάζω στήν ἡμερησία διάταξη· снять с \повесткаи дня βγάζω ἀπό τήν ἡμερησία διάταξη. -
18 повестка
повестка ж το ειδοποιητήριο, η ειδοποίηση ◇ \повестка дня η ημερήσια διάταξη* * *жτο ειδοποιητήριο, η ειδοποίηση••пове́стка дня — η ημερήσια διάταξη
-
19 порядок
порядок м 1) η τάξη* приводить в \порядок τακτοποιώ· συγυρίζω (помещение) 2) (последовательность) η σειρά ◇ \порядок дня η ημερήσια διάταξη- всё в \порядокке όλα είναι εντάξει* * *м1) η τάξηприводи́ть в поря́док — τακτοποιώ; συγυρίζω ( помещение)
2) ( последовательность) η σειρά••поря́док дня — η ημερήσια διάταξη
всё в поря́дке — όλα είναι εντάξει
-
20 суточные
су́точн||ыемн. ἡ ἡμερησία ἀποζημίωση, τά ἡμερήσια ἔξοδα.
См. также в других словарях:
Ἡμερησία — Ἡμερησίᾱ , Ἡμερησία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησία — ἡμερησίᾱ , ἡμερήσιος of the day fem nom/voc/acc dual ἡμερησίᾱ , ἡμερήσιος of the day fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡμερησίᾳ — Ἡμερησίᾱͅ , Ἡμερησία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίᾳ — ἡμερησίᾱͅ , ἡμερήσιος of the day fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡμερήσια — Ἡμερησία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ημερησία — Τίτλος διαφόρων εφημερίδων. 1. Σμυρναϊκή εφημερίδα που εκδόθηκε το 1899 από τον Ιω. Αναστασιάδη. Το 1906 η εφημερίδα μεταβιβάστηκε στον Νικόλαο Τσουρουκτσόγλου, ο οποίος σφαγιάστηκε το 1922, μαζί με τον μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσόστομο. Η εφημερίδα … Dictionary of Greek
ἡμερήσια — ἡμερήσιος of the day neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡμερησίας — Ἡμερησίᾱς , Ἡμερησία fem acc pl Ἡμερησίᾱς , Ἡμερησία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμερησίας — ἡμερησίᾱς , ἡμερήσιος of the day fem acc pl ἡμερησίᾱς , ἡμερήσιος of the day fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek
φώς — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ῳδός … Dictionary of Greek