-
1 ἡμεδαπός
ἡμεδαπός ( ἡμεῖς, Correlativ zu ποδαπός, w. m. s.), der Unsere, inländisch, einheimisch, Ggstz ἀλλοδαπός; Ar. ὁ γοῦν χαρακτὴρ ἡμεδαπὸς τῶν ῥημάτων, Pax 220; ὁ ἡμ., unser Landsmann, Plat. Theag. 124 d; Sp., wie Luc. Phalar. 1, 11. Bei Hdn. praef. I. heißt ἡ ἡμεδαπή das römische Reich im Ggstz gegen die Barbaren; νόμισμα Inscr. 76.
-
2 ημεδαπός
-
3 ἡμεδαπός
-
4 ημεδαπος
I3(лат. nostras) наш, отечественный(ὅ ἡ. χαρακτέρ τῶν ῥημάτων Arph.)
IIὅ земляк(ὅ ἡ. Ἀμφίλυτος Plat.; Περίλαος ἦν τις ἡ. Luc.)
-
5 ἡμεδαπός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμεδαπός
-
6 ἡμεδαπός
-
7 ἡμεδαπός
Grammatical information: adj.Meaning: `of our land, native' (Att.).Etymology: Synonymous Skt. asmad-ī́ya- `our', points to a suffix suffix - απος (cf. on ἀλλοδαπός). On the stem ἡμεδ- = asmad- cf. ἡμεῖς and Schwyzer 604 w. n. 1. Diff. Szemerényi KZ 73, 59f. w. n. 1 and 2 (old abl.).Page in Frisk: 1,635Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἡμεδαπός
-
8 ημεδαπός
η, όν местный, коренной -
9 ημεδαπός
yerli, vatandaş -
10 ημεδαπά
ἡμεδαπόςof our land: neut nom /voc /acc plἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc /acc dualἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
11 ἡμεδαπά
ἡμεδαπόςof our land: neut nom /voc /acc plἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc /acc dualἡμεδαπά̱, ἡμεδαπόςof our land: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ημετερειος
-
13 ημεδαπών
-
14 ἡμεδαπῶν
-
15 ημεδαπόν
-
16 ἡμεδαπόν
-
17 ποδαπός
ποδαπός, aus welchem Lande? dah. übh. von wannen? von woher? woher gebürtig? zuerst bei Her. 7, 218, εἴρετο, ποδαπὸς εἴη ὁ στρατός; Tragg.: ποδαπὸς ὁ ξένος, Aesch. Ch. 568; ὅμιλος, Suppl. 231; Soph. O. C. 1162; Eur. I. T. 246; ποδαπὸς τὸ γένος, Ar. Pax 186; Av. 108; τίς ὁ λέγων καὶ ποδαπός; Plat. Phaedr. 275 c; Apol. 20 b; Xen. An. 4, 4, 17; Sp., wie Luc. vit. auct. 8; Dem. sagt 25, 40 ποδαπὸς ὁ κύων; und antwortet οἷος μὴ δάκνειν, so daß es also auf die Beschaffenheit geht, in welcher Bdtg Einige ποταπός schreiben wollten, so Matth. 8, 27. – (Vgl. ἀλλοδαπός, ἡμεδαπός, τηλεδαπός, welche keine Zusammensetzung mit ΔΑΠΟΣ, δάπεδον, sondern ein eigenes Suffirum δαπος annehmen lassen, wofür auch Apoll. Dysc. de pron. p. 298 ff. spricht, ohne daß man geradezu an ποῦ ἄπο zu denken hat. S. noch Lob. Phryn. 56.)
-
18 ημεδαπή
-
19 ἡμεδαπῇ
-
20 ημεδαπής
См. также в других словарях:
ἡμεδαπός — of our land masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημεδαπός — Το άτομο που κατάγεται από τη χώρα στην οποία ζει. Ο χαρακτηρισμός αυτόςαποτελεί νομικό όρο και υποδηλώνει το άτομοπου έχει την ιθαγένεια μίας χώρας, σε αντίθεση με τον ξένο, τον αλλοδαπό. Η κατοχή ή όχι της ιθαγένειας έχει συνέπεια, από νομική… … Dictionary of Greek
ημεδαπός — ή, ό που κατάγεται ή προέρχεται από τη χώρα μας, ομοεθνής, δικός μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡμεδαπά — ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc pl ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc/acc dual ἡμεδαπά̱ , ἡμεδαπός of our land fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπῶν — ἡμεδαπός of our land fem gen pl ἡμεδαπός of our land masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπόν — ἡμεδαπός of our land masc acc sg ἡμεδαπός of our land neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῖο — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῖς — ἡμεδαπός of our land masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποί — ἡμεδαπός of our land masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαποῦ — ἡμεδαπός of our land masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμεδαπούς — ἡμεδαπός of our land masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)