-
1 ἡμαρτημένως
-
2 ἡμαρτημένως
ἡμαρτημένως, adv., verfehlt, irrig, fälschlich -
3 δι-ημαρτημένως
δι-ημαρτημένως, irrthümlich, Poll. 6, 205.
-
4 ἐξ-ημαρτημένως
ἐξ-ημαρτημένως, fehlerhaft, schlecht, Ggstz εὖ, Plat. Legg. X, 891 d.
-
5 διημαρτημένως
-
6 ἐξημαρτημένως
ἐξ-ημαρτημένως, fehlerhaft, schlecht
См. также в других словарях:
ημαρτημένως — (AM ἡμαρτημένως) επίρρ. εσφαλμένως αρχ. φρ. «ἡμαρτημένως ἔχει» είναι εσφαλμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημαρτημένος, μτχ. παρακμ. τού αμαρτάνομαι] … Dictionary of Greek
ἡμαρτημένως — ἁμαρτάνω Acut. (Sp.) perf part mp masc acc pl (doric) ἁμαρτέω attend perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) ἡμαρτημένως faultily indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)