Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἡμί-σπονδος

См. также в других словарях:

  • ημίσπονδος — ἡμίσπονδος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] …   Dictionary of Greek

  • τρίσπονδος — ον, Α φρ. «τρίσπονδοι χοαί» τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί σπονδος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»