-
1 ἡμί-σπονδος
ἡμί-σπονδος, halb verbündet, Poll. 6, 160.
-
2 ἡμίσπονδος
ἡμί-σπονδος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμίσπονδος
-
3 ἡμίσπονδος
См. также в других словарях:
ημίσπονδος — ἡμίσπονδος, ον (Α) αυτός που έχει συνάψει περιορισμένες, όχι γενικές σπονδές, που είναι μόνο εν μέρει δεσμευμένος έναντι άλλου με συνθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. παρά σπονδος, υπό σπονδος] … Dictionary of Greek
τρίσπονδος — ον, Α φρ. «τρίσπονδοι χοαί» τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμί σπονδος] … Dictionary of Greek