-
1 ημέριοι
-
2 ἡμέριοι
-
3 ἡμέριος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμέριος
См. также в других словарях:
ἡμέριοι — ἡμέριος lasting but a day masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημέριος — ἡμέριος, ον (AM, Α δωρ. τ. ἁμέριος, ον) [ημέρα] μσν. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡμέριον καθημερινά αρχ. 1. αυτός που διαρκεί μία ημέρα («ἁμερίω γέννᾳ», Ευρ.) 2. ημερήσιος, καθημερινός 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ἡμέριοι οι θνητοί … Dictionary of Greek