-
1 ἡλιωπός
ἡλῐ-ωπός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλιωπός
См. также в других словарях:
ηλιωπός — ἡλιωπός, όν (Α) αυτός που βλέπει με μάτι σαν τού ήλιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι(ο) * + κατάλ. ωπός (< *ωψ < όπωπα «έχω δει»)] … Dictionary of Greek