-
1 ἡλικιώτης
A equal in age, comrade, Hdt.5.71, Ar.Nu. 1006, And.1.48;ἡ. τινί Lys.20.36
; ἐμὸς ἡ. Pl.Ap. 33d;ἡ. καὶ ἑταῖροι Id.Smp. 183c
, al.: c. gen.,ἡ. τῶν λόγων Him.Or.12.4
:—fem. [suff] ἡλῐκι-ῶτις, ιδος, Plu.2.554a, Luc.DMar.15.2; ἡ. ἱστορία contemporary history, Plu.Per.13; πράξεις ἡ. D.S.1.58: c. dat., contemporaneous with, ib.9: c. gen., Max.Tyr.3.2, Them.Or.4.58b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλικιώτης
См. также в других словарях:
πατριώτης — Εκείνος που κατάγεται από την ίδια πατρίδα, συμπατριώτης, συμπολίτης, συντοπίτης. Αργότερα πήρε και άλλη σημασία «πολέμησε σαν πατριώτης». Π. ονομάζονταν και οι αντάρτες στο B’ Παγκόσμιο πόλεμο, που πολέμησαν τους στρατιώτες του Άξονα. Στην… … Dictionary of Greek
τειχεώτης — και τειχιώτης, ὁ, Μ νυκτοφύλακας στρατιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος, τείχεος + κατάλ. ώτης (πρβλ. ἡλικι ώτης)] … Dictionary of Greek