Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡλίκος

См. также в других словарях:

  • ηλίκος — ἡλίκος, η, ον (Α) 1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο αρχ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.) 2. πόσο μικρός 3. στον πληθ. ἡλίκοι αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα»,… …   Dictionary of Greek

  • ἡλίκος — as big as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκα — ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc pl ἡλίκᾱ , ἡλίκος as big as fem nom/voc/acc dual ἡλίκᾱ , ἡλίκος as big as fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκαι — ἡλίκος as big as fem nom/voc pl ἡλίκᾱͅ , ἡλίκος as big as fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκον — ἡλίκος as big as masc acc sg ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκοσπερ — ἡλίκος , ἡλίκος as big as masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α (στον συγκριτ.) προηλικέστερος, έρα, ον (πιθ. γρφ.) αυτός που δεν έφθασε ακόμη στην ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἧλιξ «ίδιας ηλικίας» (πρβλ. ὁμ ῆλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] …   Dictionary of Greek

  • υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος …   Dictionary of Greek

  • ἡλίκαις — ἡλίκος as big as fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»