-
1 ηλικος
дор. ἁλίκος 3(ᾱλῐ)1) какого размера (роста), как велик, какой, каковπόσος τις ; - Μικρός, ἡ. Μόλων Arph. — какой же? - Небольшой, такой, как Молон;
ἡλίκα ἐστὴ τὰ διάφορα Dem. — как велика разница;εἴσει ἡ. γέγονε Plat. — ты увидишь, как он вырос;ἰδοῦ ἡλίκον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει NT. — взгляни, как малый огонь зажигает большой лес2) какого возраста, скольких летοἱ (sc. τηλίκοι) ἡλίκοι ἐγώ Plat. — люди моего возраста;
ἀνέρ ἡ. Θουκυδίδης Arph. — человек в возрасте Фукидида;ὁρᾷς ἡμᾶς, ἡλίκοι προσήμεθα βωμοῖοι τοῖς σοῖς Soph. — ты видишь нас, (граждан) всякого возраста, с мольбой припавших к твоим алтарям3) какой по могуществу, как могущественτηλικοῦτος, ἡ. οὐδείς πω βασιλεὺς γέγονε Dem. — такой могущественный, каким ни один царь никогда не был;
ἡλίκων (v. l. ἡ.) ἤδη καὴ ὅσων κύριός ἐστι Φίλιππος Dem. — властелином скольких и каких могущественных стран является ныне Филипп4) удивительно какой, поразительный, величайшийμέγιοτα ἡλίκα ἀγαθά Luc. — величайшие, чрезвычайные блага;
θαυμαστὸς ἡ. Dem. — поразительно большой -
2 ἡλίκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἡλίκος
-
3 ηλίκος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ηλίκος
-
4 ἡλίκος
какой, каков, насколько велик.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἡλίκος
-
5 ἡλίκος
-
6 αλικος
-
7 ενηλικος
-
8 μεσήλικας
[-ήλιξ (-ήλικος)] ο, η человек средних лет -
9 2245
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2245
См. также в других словарях:
ηλίκος — ἡλίκος, η, ον (Α) 1. τόσο μεγάλος κατά την ηλικία... όσο αρχ. 1. (σε πλάγ. ερώτ.) πόσο μεγάλος («ὁρῶν ἡλίκος ἐστί Φίλιππος», Δημοσθ.) 2. πόσο μικρός 3. στον πληθ. ἡλίκοι αυτοί που είναι διαφορετικής ηλικίας («ὁρᾷς μὲν ἡμᾱς ἡλίκοι προσήμεθα»,… … Dictionary of Greek
ἡλίκος — as big as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἥλικος — ἧλιξ of the same age masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκα — ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc pl ἡλίκᾱ , ἡλίκος as big as fem nom/voc/acc dual ἡλίκᾱ , ἡλίκος as big as fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκαι — ἡλίκος as big as fem nom/voc pl ἡλίκᾱͅ , ἡλίκος as big as fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκον — ἡλίκος as big as masc acc sg ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλίκοσπερ — ἡλίκος , ἡλίκος as big as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α (στον συγκριτ.) προηλικέστερος, έρα, ον (πιθ. γρφ.) αυτός που δεν έφθασε ακόμη στην ηλικία τού εφήβου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἧλιξ «ίδιας ηλικίας» (πρβλ. ὁμ ῆλιξ)] … Dictionary of Greek
τανυήλιξ — ήλικος, ὁ, ἡ, Α ο προχωρημένης ηλικίας, πολύ γέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ (< αμάρτυρο επίθ. *τανύς, βλ. λ. τείνω) + ήλιξ (< ἧλιξ, ικος «συνομήλικος»), πρβλ. μεσ ῆλιξ. Για το θ. τού α συνθετικού βλ. και λ. τάνυμαι] … Dictionary of Greek
υπερήλιξ — ήλικος, ο, η / ὑπερῆλιξ, ὁ, ἡ, ΝΑ (λόγιος τ.) βλ. υπερήλικος … Dictionary of Greek
ἡλίκαις — ἡλίκος as big as fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)