Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἡλίκ'

См. также в других словарях:

  • Ἡλίκ' — Ἡλίκᾱͅ , Ἡλίκη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡλίκ' — ἡλίκα , ἡλίκος as big as neut nom/voc/acc pl ἡλίκε , ἡλίκος as big as masc voc sg ἡλίκαι , ἡλίκος as big as fem nom/voc pl ἡλίκᾱͅ , ἡλίκος as big as fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἥλικ' — Ἥλικαι , Ἡλίκη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥλικ' — ἥ̱λικα , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 1st sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf imperat act 2nd sg (attic epic ionic) ἥ̱λικε , ἁλίζω 1 gather together perf ind act 3rd sg (attic epic ionic) ἥλικα , ἁλίζω 2 salt perf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»