Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡλοκοπῶ

См. также в других словарях:

  • ηλοκοπώ — ἡλοκοπῶ, έω (Α) [ηλοκόπος] 1. κατασκευάζω καρφιά 2. φρ. «ὑποδήματα ἡλοκεκοπημένα» υποδήματα που έχουν στο πέλμα καρφιά (Γαλ.) …   Dictionary of Greek

  • ἡλοκοπῶ — ἡλοκοπέω clavo pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἡλοκοπέω clavo pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»