-
1 ηλκοποίησεν
-
2 ἡλκοποίησεν
См. также в других словарях:
ἡλκοποίησεν — ἑλκοποιέω make wounds aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηλκοποίησεν
2 ἡλκοποίησεν
ἡλκοποίησεν — ἑλκοποιέω make wounds aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)