-
1 ηλικιωτης
(ἡλικιῶται καὴ ἑταῖροι Plat.)
ἐμὸς ἡ. Plat. — мой ровесник;ὅ ἡμῖν ἡ. Lys. — человек одних лет с нами, человек нашего возраста -
2 ηλικιώτης
-
3 ἡλικιώτης
-
4 ἡλικιώτης
-
5 ἡλικιώτης
ἡλικιώτης, ὁ, gleichalterig, Altersgenosse -
6 ηλικιώτης
ο, -ώτις (-ιδος) η ровесни|к, -ца -
7 ἡλικιώτης
-ου ὁ N 1 0-0-0-0-1=1 4 Mc 11,14 -
8 ἡλικιώτης
A equal in age, comrade, Hdt.5.71, Ar.Nu. 1006, And.1.48;ἡ. τινί Lys.20.36
; ἐμὸς ἡ. Pl.Ap. 33d;ἡ. καὶ ἑταῖροι Id.Smp. 183c
, al.: c. gen.,ἡ. τῶν λόγων Him.Or.12.4
:—fem. [suff] ἡλῐκι-ῶτις, ιδος, Plu.2.554a, Luc.DMar.15.2; ἡ. ἱστορία contemporary history, Plu.Per.13; πράξεις ἡ. D.S.1.58: c. dat., contemporaneous with, ib.9: c. gen., Max.Tyr.3.2, Them.Or.4.58b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡλικιώτης
-
9 συν-ηλικιώτης
συν-ηλικιώτης, ὁ, = Folgdm, D. Hal. 10, 49.
-
10 ηλικιώτα
-
11 ἡλικιῶτα
-
12 ηλικιώτας
ἡλικιώτᾱς, ἡλικιώτηςequal in age: masc acc plἡλικιώτᾱς, ἡλικιώτηςequal in age: masc nom sg (epic doric aeolic) -
13 ἡλικιώτας
ἡλικιώτᾱς, ἡλικιώτηςequal in age: masc acc plἡλικιώτᾱς, ἡλικιώτηςequal in age: masc nom sg (epic doric aeolic) -
14 συγ-γυμναστής
συγ-γυμναστής, ὁ, der sich mit Uebende, der Mitturner; Plat. Soph. 218 b, καὶ ἡλικιώτης; vgl. Polit. 257 c; Xen. Lac. 9, 4; Sp., wie Charit. 8, 6.
-
15 κάσις
κάσις, ὁ, ἡ, der Bruder, die Schwester; κασιγνήτῳ κάσις, ἐχϑρὸς σὺν ἐχϑρῷ στήσομαι Aesch. Spt. 656, der auch übertr. sagt λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν, 476, u. κάσις πηλοῦ διψία κόνις, Ag. 480; κάσι voc., Soph. O. C. 1442 Eur. Med. 167 u. öfter; τὴν Ἕκτορος κάσιν Hec. 365; von sp. D. Lycophr. 399; gen. κάσιος Orph. Arg. 1234; κασίεσσι Nic. Th. 345. – Nach Hesych. auch übh. = ἡλικιώτης.
-
16 ἰσ-ῆλιξ
-
17 ηλικιωτών
-
18 ἡλικιωτῶν
-
19 ηλικιωτέων
-
20 ἡλικιωτέων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡλικιώτης — equal in age masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλικιώτης — ο, θηλ. ώτις (AM ἡλικιώτης, θηλ. ῶτις, Α κρητ. τ. Fαλικιώτας) [ηλικία] αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, συνηλικιώτης, συνομήλικος, σύγχρονος (μσν. αρχ.) (το θηλ. με δοτ.) ή ἡλικιῶτις σύγχρονος με κάποιον ή με κάτι αρχ. φρ. α.… … Dictionary of Greek
ἡλικιῶτα — ἡλικιώτης equal in age masc voc sg ἡλικιώτης equal in age masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιωτέων — ἡλικιώτης equal in age masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιωτῶν — ἡλικιώτης equal in age masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιῶται — ἡλικιώτης equal in age masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώταις — ἡλικιώτης equal in age masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτην — ἡλικιώτης equal in age masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτου — ἡλικιώτης equal in age masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτῃ — ἡλικιώτης equal in age masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλικιώτῃσιν — ἡλικιώτης equal in age masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)