-
1 ηλιαστικος
См. также в других словарях:
ηλιαστικός — ἡλιαστικὸς, ή, όν (Α) [ηλιαστής] αυτός που ανήκει ή μοιάζει με τον ηλιαστή ή αρμόζει στον ηλιαστή («ἡλιαστικοῡ γέροντος» δικαστή, μέλους τής ηλιαίας, Αριστοφ.) … Dictionary of Greek
ἡλιαστικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστικόν — ἡλιαστικός of masc acc sg ἡλιαστικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡλιαστικοῦ — ἡλιαστικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)