-
1 ἡδυμελίφθογγος
ἡδῠ-μελίφθογγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυμελίφθογγος
См. также в других словарях:
ηδυμελίφθογγος — ἡδυμελίφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή σαν μέλι, που μιλάει ή τραγουδάει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μελίφθογγος] … Dictionary of Greek