-
1 ηδυπολις
только дор. ἁδύπολις (ᾱδῠ) adj. (только nom.) дорогой, т.е. дающий радость городу (sc. Οἰδίπους Soph.)
См. также в других словарях:
ηδύπολις — ἡδύπολις, όλιδος, δωρ. τ. άδύπολις, ὁ, ἡ (Α) αγαπητός στους πολίτες, στον λαό («σοφός ὤφθη βασάνῳ θ ἁδύπολις» αποδείχθηκε έπειτα από δοκιμασία σοφός και αγαπητός στον λαό, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + πόλις] … Dictionary of Greek
Liste griechischer Phrasen/Tau — Tau Inhaltsverzeichnis 1 τὰ ἑπτὰ θεάματα τῆς οἰκουμένης … Deutsch Wikipedia
GAUGAMELA — locus Persidis, de quo Arrian. Πόλις δὲ ουκ ἦν Γαυγάμηλα, ἀλλὰ κώμη οὐ μεγάλη, οὐδὲ ὀνόμαςτος ὁ χῶρος, οὐδὲ εἰς ἀκουην` ἡδὺ τὸ ὄνομα. Ios. Scalig. ait, Gaugamela, linguâ Assyriacâ cameli intestina significare, rationem subdit, quod ibidem essent… … Hofmann J. Lexicon universale