Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡδύγαμος

См. также в других словарях:

  • ηδύγαμος — ἡδύγαμος, ον (Α) αυτός που γλυκαίνει, που καθιστά ευχάριστο τον γάμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γάμος (< γάμος), πρβλ. ά γαμος, έγ γαμος] …   Dictionary of Greek

  • ἡδυγάμου — ἡδύγαμος sweetening marriage masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»