-
1 ηδύβια
-
2 ἡδύβια
-
3 ἡδύ-βιος
-
4 ἡδύβιος
ἡδύ-βιος, angenehm lebend; ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend)
См. также в других словарях:
ἡδύβια — ἡδύβιος sweetening life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδύβιος — ο (Α ἡδύβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία αρχ. 1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή… … Dictionary of Greek