-
1 ἡδύ-πνοος
ἡδύ-πνοος, zusgzn - πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; χῶρος Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie μῆλον Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; Μοῦσα, φωνή, Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.
-
2 ἡδύπνοος,
ἡδύ-πνοος, u. ἡδύ-πνευστος,angenehm wehend, angenehm duftend; αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend; ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung -
3 ἡδύπνευστος
ἡδύ-πνοος, u. ἡδύ-πνευστος,angenehm wehend, angenehm duftend; αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend; ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung
См. также в других словарях:
ερίπνους — ἐρίπνους, ουν (Α) αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + πνους (< πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (< πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ πνους)] … Dictionary of Greek
ιμερόπνους — ἱμερόπνους, ουν (Α) αυτός που εμπνέει τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + πνους (< πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ηδύ πνους] … Dictionary of Greek
φλογερόπνους — ουν, και φλογερόπνοος, οον, Μ αυτός που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλογερός + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. ἡδύ πνους] … Dictionary of Greek