Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἡδύ-πνοος

См. также в других словарях:

  • ερίπνους — ἐρίπνους, ουν (Α) αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + πνους (< πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (< πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ πνους)] …   Dictionary of Greek

  • ιμερόπνους — ἱμερόπνους, ουν (Α) αυτός που εμπνέει τον πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + πνους (< πνοος < πνοή < πνέω), πρβλ. ηδύ πνους] …   Dictionary of Greek

  • φλογερόπνους — ουν, και φλογερόπνοος, οον, Μ αυτός που εκπέμπει φλόγες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλογερός + πνους / πνοος (< πνοή < πνέω), πρβλ. ἡδύ πνους] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»