-
1 ἡδύοσμος
ἡδύ-οσμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδύοσμος
См. также в других словарях:
ηδυσκέπη — και εδυσκέπη, η βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας φοινικίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + σκέπη. Το α συνθετικό ηδύ απαντά σε αρκετές ονομασίες φυτών (πρβλ. ηδύ οσμος, ηδύ σαρον)] … Dictionary of Greek
ηδύγαιος — ἡδύγαιος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή γη, καλό χώμα ή παράγεται από καλή γη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡδύγαιον το φυτό σικυός ή σίκυος*, κν. αγγουριά, και ο καρπός του, κν. αγγούρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + γαία «γη». Το α΄ συνθετικό ηδυ απαντά σε… … Dictionary of Greek
ηδύοσμος — η, ο (AM ἡδύοσμος, ον) 1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος 2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡὁ ἡδύοσμος το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῑν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῡσι», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * … Dictionary of Greek
ηδύσαρο — (hedysarum). Γένος φυτών της οικογένειας των ψυχανθών που περιλαμβάνει περίπου 100 είδη, πολλά από τα οποία είναι μονοετείς ή πολυετείς θάμνοι ή πόες και καλλιεργούνται ως κτηνοτροφικά. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει τέσσερα είδη, γνωστά με τις… … Dictionary of Greek
κάκοσμος — η, ο (Α κάκοσμος, ον) αυτός που αναδίδει κακή οσμή, δυσώδης, δύσοσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + οσμος (< ὀσμή), πρβλ. δείν οσμος, ηδύ οσμος] … Dictionary of Greek
μόσχοσμος — η, ο αυτός που έχει μυρωδιά μόσχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχ(ο) * + οσμος (< οσμή), πρβλ. βαρύ οσμος, ηδύ οσμος] … Dictionary of Greek
ηδυοσμέλαιο — το χημ. αιθέριο έλαιο που εξάγεται από τον δυόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ οσμος + έλαιο] … Dictionary of Greek