-
1 ἡδυ-φαής
-
2 ἡδυφαής
-
3 ἡδυφαής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυφαής
-
4 ηδυφαης
См. также в других словарях:
ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek