-
1 ἡδυ-μιγής
ἡδυ-μιγής, dor. ἁδ., χόνδρος, füß gemischt, Leon. Tar. 55 (VII, 736).
-
2 ἡδυμιγής
См. также в других словарях:
ηδυμιγής — ἡδυμιγής, δωρ. τ. ἁδυμιγής, ές (Α) αυτός που έχει αναμιχθεί ευχάριστα, που αποτελεί ευχάριστο μίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μιγής (< μείγνυμι, πρβλ. παθ. αορ. β ε μίγ ην), πρβλ. α μιγής, συμ μιγής] … Dictionary of Greek