-
1 ἡδυ-μελής
-
2 ἡδυμελής
A sweet-singing,χελιδοῖ Anacr.67
, cf. Sapph.122 ([comp] Comp.), Pi.N.2.25; sweet-sounding, , etc.: poet. fem.,ἡδυμέλεια σῦριγξ Nonn.D.29.287
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδυμελής
-
3 ἡδυμελής
ἡδυ-μελής, ές, angenehm singend -
4 ηδυμελης
См. также в других словарях:
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek
οξυμελής — ὀξυμελής, ές (Α) αυτός που τραγουδά δυνατά και καθαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] … Dictionary of Greek
στηθομελής — ές. ΜΑ (για τον τζίτζικα) αυτός που εκπέμπει μελωδία από το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + μελής (< μέλος), πρβλ. ηδυ μελής] … Dictionary of Greek
τειχομελής — ές, Α αυτός που με τη μελωδία του χτίζει τείχη («κιθάρη τείχομελής» η κιθάρα τού Αμφίονος, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + μελής (< μέλος), πρβλ. ἡδυ μελής] … Dictionary of Greek