-
1 ηδυφαης
См. также в других словарях:
ηδυφαής — ἡδυφαής, δωρ. τ. ἁδυφαής, ές (Α) αυτός που έχει γλυκιά λάμψη («ἡδυφαὴς ἤλεκτρος», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + φαής (< φάος), πρβλ. ηλιο φαής, παμ φαής] … Dictionary of Greek
ἡδυφαής — sweet shining masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυφαῆ — ἡδυφαής sweet shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἡδυφαής sweet shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἡδυφαής sweet shining masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυφαοῦς — ἡδυφαής sweet shining masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek