Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἡδυμελίφθογγος

См. также в других словарях:

  • ηδυμελίφθογγος — ἡδυμελίφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή σαν μέλι, που μιλάει ή τραγουδάει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μελίφθογγος] …   Dictionary of Greek

  • ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»