-
1 ηδυμελιφθογγος
См. также в других словарях:
ηδυμελίφθογγος — ἡδυμελίφθογγος, ον (Α) αυτός που έχει γλυκιά φωνή σαν μέλι, που μιλάει ή τραγουδάει γλυκά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + μελίφθογγος] … Dictionary of Greek
ηδυ- — (AM ἡδυ ) τύπος στον οποίο εμφανίζεται το επίθ. ηδύς ως α συνθετικό λέξεων και δηλώνει ότι αυτό το β συνθετικό: α) είναι γλυκό («ηδύγευστος», «ηδύχυμος») β. είναι ευχάριστο, τερπνό, απολαυστικό («ηδύγλωσσος», «ηδυμελής») γ. γίνεται με γλυκό τρόπο … Dictionary of Greek