1 ηδυλυρης
(Πινδαρος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь > ηδυλυρης
ηδυλύρης — ἡδυλύρης, δωρ. τ. ἁδυλύρας, ὁ (Α) 1. αυτός που παίζει γλυκά τη λύρα 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ + λύρα] … Dictionary of Greek
ἡδυλύρης — singing sweetly to the lyre masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)