-
1 ηδονικός
-
2 ἡδονικός
-
3 ἡδονικός
II οἱ ἡ. the voluptuaries, of the Cyrenaic school of philosophers, Ceb.13, Ath.13.588a;ἡ ἡ. αἵρεσις Gal.Libr.Propr.16
;ἐπὶ σωφροσύνης οὐχὶ ἡ. λέγεται ὁ ὑπερβάλλων ἀλλ' ἀκόλαστος Asp. in EN53.19
. Adv.- κῶς Procl. in Prm. p.521S.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡδονικός
-
4 ηδονικά
ἡδονικόςof: neut nom /voc /acc plἡδονικά̱, ἡδονικόςof: fem nom /voc /acc dualἡδονικά̱, ἡδονικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
5 ἡδονικά
ἡδονικόςof: neut nom /voc /acc plἡδονικά̱, ἡδονικόςof: fem nom /voc /acc dualἡδονικά̱, ἡδονικόςof: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
6 ηδονικώτερον
ἡδονικόςof: adverbial compἡδονικόςof: masc acc comp sgἡδονικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
7 ἡδονικώτερον
ἡδονικόςof: adverbial compἡδονικόςof: masc acc comp sgἡδονικόςof: neut nom /voc /acc comp sg -
8 ηδονικών
-
9 ἡδονικῶν
-
10 ηδονικόν
-
11 ἡδονικόν
-
12 ηδονικής
-
13 ἡδονικῆς
-
14 ηδονικαίς
-
15 ἡδονικαῖς
-
16 ηδονικοίς
-
17 ἡδονικοῖς
-
18 ηδονικού
-
19 ἡδονικοῦ
-
20 ηδονικοί
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἡδονικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… … Dictionary of Greek
ηδονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περικλείνει ηδονή: Ηδονικό αίσθημα. 2. αυτός που προξενεί ηδονή: Ηδονικά χείλη. – Ρουφά ηδονικά τον καφέ του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἡδονικά — ἡδονικός of neut nom/voc/acc pl ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc/acc dual ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικώτερον — ἡδονικός of adverbial comp ἡδονικός of masc acc comp sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικῶν — ἡδονικός of fem gen pl ἡδονικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικόν — ἡδονικός of masc acc sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές … Dictionary of Greek
ἡδονικαῖς — ἡδονικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικοῖς — ἡδονικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδονικοί — ἡδονικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)