Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἡδονικός

См. также в других словарях:

  • ἡδονικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονικός — ή, ό (AM ηδονικός, ή, όν) [ηδονή] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στην ηδονή, αυτός που προκαλεί την ηδονή, γλυκός, τερπνός, ευχάριστος 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ηδονικοί οι οπαδοί τού ιδρυτή τής κυρηναϊκής σχολής φιλοσόφου… …   Dictionary of Greek

  • ηδονικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που περικλείνει ηδονή: Ηδονικό αίσθημα. 2. αυτός που προξενεί ηδονή: Ηδονικά χείλη. – Ρουφά ηδονικά τον καφέ του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἡδονικά — ἡδονικός of neut nom/voc/acc pl ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc/acc dual ἡδονικά̱ , ἡδονικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικώτερον — ἡδονικός of adverbial comp ἡδονικός of masc acc comp sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικῶν — ἡδονικός of fem gen pl ἡδονικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικόν — ἡδονικός of masc acc sg ἡδονικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηδονικεύομαι — [ηδονικός] 1. βρίσκω ηδονή σε κάτι 2. αισθάνομαι ηδονή, εντρυφώ σε ηδονές …   Dictionary of Greek

  • ἡδονικαῖς — ἡδονικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικοῖς — ἡδονικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡδονικοί — ἡδονικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»