-
1 ἡδομένως
См. также в других словарях:
ηδομένως — ἡδομένως (Α) επίρρ. ευχαρίστως, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. ενεστ. ηδόμενος τού ρ. ήδομαι «χαίρομαι, ευφραίνομαι»] … Dictionary of Greek
ἡδομένως — ἥδομαι swad pres part mp masc acc pl (doric) ἡδομένως with joy indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)