-
1 ἡγήτωρ
ἡγήτωρ, ορος, ὁ, = ἡγητήρ, Anführer, Heerführer; Τρώων Il. 3, 153; φυλάκων 10, 181; Πυλίων ἡγήτορες ἄνδρες 11, 687; oft ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες verb., die Ersten im Felde u. im Rathe. Auch bei K. S., ἡγήτορες ἐκκλησιῶν, Bischöfe.
-
2 ἡγήτωρ
ἡγήτωρ, ορος, ὁ, Anführer, Heerführer; oft ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες verb., die Ersten im Felde u. im Rate -
3 προ-ηγήτωρ
προ-ηγήτωρ, ορος, ὁ, = προηγητήρ, Sp.
См. также в других словарях:
Ἡγήτωρ — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήτωρ — f masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγητόρων — Ἡγήτωρ masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητόρων — ἡγήτωρ f masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγήτορα — Ἡγήτωρ masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήτορα — ἡγήτωρ f masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγήτορας — Ἡγήτωρ masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήτορας — ἡγήτωρ f masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγήτορε — Ἡγήτωρ masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγήτορε — ἡγήτωρ f masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἡγήτορες — Ἡγήτωρ masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)