Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡγηλάζω

См. также в других словарях:

  • ηγηλάζω — ἡγηλάζω (Α) (επικ. τ. τού ηγούμαι) 1. οδηγώ, διευθύνω («κακός κακόν ἡγηλάζει», Ομ. Οδ.) 2. φρ. «κακόν μόρον ἡγηλάζω» ζω άσχημα, διάγω άθλια ζωή (Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ηγούμαι*, που προήλθε πιθ. από συμφυρμό με το ελάω, ποιητ.… …   Dictionary of Greek

  • ἡγηλάζω — guide pres subj act 1st sg ἡγηλάζω guide pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζῃ — ἡγηλάζω guide pres subj mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζει — ἡγηλάζω guide pres ind mp 2nd sg ἡγηλάζω guide pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγήλασαν — ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl ἡγηλάζω guide aor ind act 3rd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζειν — ἡγηλάζω guide pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζεις — ἡγηλάζω guide pres ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγηλάζων — ἡγηλάζω guide pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υφηγηλάζω — Α οδηγώ, προπορεύομαι και δείχνω τον δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἡγηλάζω, επικ. τ. τού ηγοῦμαι] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»