-
1 ηγεμονιών
-
2 ἡγεμονιῶν
-
3 ηγεμονίων
ἡγεμόνιοςguiding: masc /fem /neut gen plἡγεμονέωhave authority: pres part act masc nom sg (doric) -
4 ἡγεμονίων
ἡγεμόνιοςguiding: masc /fem /neut gen plἡγεμονέωhave authority: pres part act masc nom sg (doric) -
5 ἥλιος
ἥλιος, ὁ, poet. ἠέλιος, u. so immer Hom., außer Od. 8, 271, wie auch die sp. Ep.; dor. ἅλιος u. als nom. pr. (w. m. s.), auch Ἀέλιος (verwandt mit ἕλη, aber auch mit ἠώς), die Sonne, Hom. u. Folgde überall. Vom Aufgehen der Sonne bei Hom. ἀνιέναι, auch ἀνορούειν u. ἀνανεῖσϑαι, andere Dichter ἀνέρχομαι, τέλλω, in Prosa am gew. ἀνίσχειν u. ἀνέχειν; vom Untergehen δῦναι u. δύεσϑαι, Hom. u. A.; poet. ἐπεὶ δὲ φέγγος ἡλίου κατέφϑιτο, Aesch. Pers. 369; ἐς νύκτ' ἀποστείχοντος ἡλίου Suppl. 750; ἐκλείπω, ἔκλειψις, von der Sonnenfinsterniß; die subst. ἀνατολαί, δύσις, φάος, φέγγος, αἴγλη, αὐγαί, σέλας, ἀκτίς, βολαί, s. unter den betreffenden Artikeln; – ὑφ' ἡλίῳ, unter der Sonne, auf der Erde, τῶν ὑφ' ἡλίῳ ἀρίστη Eur. Alc. 151; dah. οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ, lebt nicht mehr, 396, wie oft bei Hom. ὁρᾶν φάος ἠελίοιο, leben; αἳ γὰρ ὑπ' ἠελίῳ τε καὶ οὐρανῷ – ναιετάουσι πόληες Il. 4, 44; τῶν ὑπὸ τουτονὶ τὸν ἥλιον ἀνϑρώπων Dem. 18, 270; τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥλιον μεγίστων ἡγεμονιῶν Plut. Lucull. 30. – Bei Hom. ist πρὸς Ἠῶ τ' Ἠέλιόν τε die gew. Bestimmung der Lichtseite der Erde (Morgen u. Mittag), im Ggstz von πρὸς ζόφον, Il. 12, 239 Od. 9, 26. 13, 240; noch Her. setzt πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς u. πρὸς ἑσπέρην sich entgegen, 7, 58; – das Tageslicht, der Tag, ἁλίῳ ἀμφ' ἑνί Pind. Ol. 13, 36; φῶς ἓν ἡλίου Eur. Rhes. 447; ἡλίους μ υρίους διελϑών Hel. 658, vgl. El. 654; einzeln auch in Prosa; Sonnenschein, ἥλιος πολύς Luc. nav. 35; ἐν ἡλίῳ κατακεῖσϑαι, in der Sonne liegen, Plut. Alex. 14. – Im plur. Sonnenstrahlen, οἵ τε ἥλιοι τὸ πρῶτον καὶ τὸ πνῖγος ἔτι ἐλύπει Thuc. 7, 87; vgl. Arist. H. A. 8, 7; öfter bei Sp., wie Ael. H. A. 16, 17; D. Per. 40.
-
6 ἥλιος
ἥλιος, ὁ, [dialect] Ep. [full] ἠέλιος, as always in Hom. (exc. in the late passage Od.8.271) and Hes., cf. Hp.Alim.42: [dialect] Dor. [full] ἀέλιος [pron. full] [ᾱ] Pi.P.4.144, Call. Cer.92, Lav.Pall.89, and lyr. in Trag., S.Ant. 809, E.Ph. 175, al., but [full] ἅλιος [pron. full] [ᾱ], S.Tr.96, E.Alc. 395 ( ᾰέλιος S.Tr. 835): Cret. [full] ἀβέλιος (i.e. [full] ἀϝ-), Hsch.: [dialect] Aeol. [full] ἀέλιος Sapph.79(= Oxy. 1787Fr.1.25), Supp.25.7; [full] ἄλιος Sapph.69 (s.v.l.): Arc. [full] ἀέλιος (or [pref] ἁ-) IG5(2).4.12 (Tegea, iv B.C.):—A sun, Il.7.421, etc.; ὁρᾶν φάος ἠελίοιο to see the light of life, live, 18.61, etc.; ;γυνὴ.. ἀρίστη τῶν ὑφ' ἡλίῳ E.Alc. 151
; οὐκέτ' ἔστιν ὑφ' ἁλίῳ ib. 395; alsoὑπὸ ἡλίου ἑωρᾶσθαι Th.2.102
;οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι D.18.270
;τριῶν τῶν ὑπὸ τὸν ἥ. μεγίστων ἡγεμονιῶν Plu.Luc.30
: prov.,οὐδ' ὁ ἥ. εἴσεται Hld.7.21
; ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ (sc. ὅμοιος) a pale reflection, Com.Adesp.5.15D.2 to determine the cardinal points, πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε towards the East, opp. πρὸς ζόφον:εἴτ' ἐπὶ δεξί' ἴωσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, εἴτ' ἐπ' ἀριστερὰ τοί γε ποτὶ ζόφον ἠερόεντα Il. 12.239
, cf. Od.9.26;ὅσοι ναίουσι πρὸς ἠῶ τ' ἠέλιόν τε, ἠδ' ὅσσοι μετόπισθε ποτὶ ζόφον 13.240
; πρὸς ἠῶ τε καὶ ἡλίου ἀνατολάς, opp. πρὸς ἑσπέρην, Hdt.7.58; ; οἱ ἀπὸ ἡλίου ἀνατολέων Αἰθίοπες the eastern.., Id.7.70.3 day, S.El. 424; a day, Pi.O.13.37, Hp.Alim.42, E.Hel. 652(pl.), Ps.-Luc.Philopatr. 4,26, etc.; later, year, Herod.10.1.4 sunshine, sun's heat,ἐπὶ τοῖς ὄρεσιν Pl.Phd. 116e
;ἥ. πολύς Luc.Nav.35
, cf.Herm.25; πολὺντὸν ἥ. ἐμφαίνειν, of a sunburnt person, Id.Ind.3, cf. Rh.Pr.9: pl., sunbeams, Thphr.Sign.22, Ael.NA16.17; hot sunny days, Th.7.87.5 metaph., sunshine, brightness,ψυχῆς Plu.2.994e
, cf. Artem.2.36, etc.; of a person,Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον IG14.1188
; of Ptol. VI, UPZ15.33; νέος Ἥ., of Nero and Caligula, SIG814.34, 798.3.II as pr. n., Helios, the sun-god, Od.8.271, etc.; νὴ τὸν Ἥ. Men.Sam. 108; ὑπὸ Δία Γῆν Ἥλιον, in manumission-formula, POxy.48.6, 49.8 (i A.D.), IG9(1).412 ([place name] Aetolia), IPE2.54.10(iii A.D.); [Ἥλιος] δούλους ἐλευθέρους ποιεῖ Artem.2.36
; identified with Apollo, Carm.Pop.12, E.Fr.781.11; with Dionysus, D.Chr.31.11, etc.
См. также в других словарях:
ἡγεμονιῶν — ἡγεμονία leading the way fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγεμονίων — ἡγεμόνιος guiding masc/fem/neut gen pl ἡγεμονέω have authority pres part act masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
καπουκεχαγιάς — (capu kehaya). Ο αντιπρόσωπος των υποτελών ηγεμόνων και του οικουμενικού πατριάρχη στην Υψηλή Πύλη, κατά την περίοδο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αρχικά ονομάζονταν κεχαγιάδες οι συνοικιάρχες και οι εκπρόσωποι των συντεχνιών (εσνάφια).… … Dictionary of Greek
Αμπντούλ Μετζίτ ή Αβδούλ Μετζίτ ή Αμπντ αλ-Ματσίτ — (1823 – 1861).Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1839 61), γιος του Μεχμέτ B’. Με την υποστήριξη των ηγεμονιών της δυτικής Ευρώπης –που τον χρησιμοποιούσαν ως αντιστάθμισμα στον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου και στη ρωσική επιρροή– και τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… … Dictionary of Greek
δεσποτισμός — Όρος που αναφέρεται σε έναν ιστορικό τύπο απόλυτης μοναρχίας, ο οποίος συναντάται στα αρχαία κράτη, κυρίως στα ασιατικά (Βαβυλωνία, Ασσυρία, Περσία, Κίνα, Αίγυπτος των Φαραώ). Οι μελετητές όμως επεξέτειναν τη χρήση του σε αρκετά διαφορετικές… … Dictionary of Greek