-
1 ηγεμονικοί
-
2 ἡγεμονικοί
-
3 ἀκολουθητικός
A disposed to follow, ταῖς ἐπιθυμίαις, τοῖς πάθεσι, Arist.Rh. 1389a5, EN 1095a4;τῷ αἱροῦντι λόγῳ Chrysipp.Stoic.3.93
;τῷ ἄρχοντι Stoic.3.158
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκολουθητικός
См. также в других словарях:
ἡγεμονικοί — ἡγεμονικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηγεμονικός — ή, ό (AM ἡγεμονικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ηγεμόνα ή σε βασιλιά ή σε αυτοκράτορα («ηγεμονικοί τρόποι») 2. ο ικανός να ηγεμονεύει, να κυβερνά, να διοικεί («ἡγεμονικός τὴν φύσιν», Πλάτ.) 3. αυτός που έχει την κλίση ή την τάση… … Dictionary of Greek