-
1 ηβήσεως
-
2 ἡβήσεως
См. также в других словарях:
ἡβήσεως — ἡβήσεω̆ς , ἥβησις pubescence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ηβήσεως
2 ἡβήσεως
ἡβήσεως — ἡβήσεω̆ς , ἥβησις pubescence fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)