-
1 ηθικά
ἠθικόςmoral: neut nom /voc /acc plἠθικά̱, ἠθικόςmoral: fem nom /voc /acc dualἠθικά̱, ἠθικόςmoral: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 ἠθικά
ἠθικόςmoral: neut nom /voc /acc plἠθικά̱, ἠθικόςmoral: fem nom /voc /acc dualἠθικά̱, ἠθικόςmoral: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 искалечить
-чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. искалеченный, βρ: -чен, -чена, -ченоρ.σ.μ.σακατεύω. || χαλνώ, διαφθείρω (ηθικά).σακατεύομαι, μένω σακάτης, ανάπηρος. || χαλνώ, διαφθείρομαι (ηθικά). -
4 моральный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноηθικός•моральный вывод ηθικό δίδαγμα•
моральный человек ηθικός άνθρωπος•
-ые устои ηθικά θεμέλια•
-ое удовлетворение ηθική ικανοποίηση•
- ые мучения ηθικά (ή ψυχικά) βάσανα•
-ое состояние ηθική κατάσταση, το ηθικό.
εκφρ.моральный износ ή -ое изнашивание машины – η καταλληλότητα της μηχανής (αν και πάλιωσε). -
5 этично
επίρ.ηθικά•поступать этично φέρνομαι ηθικά.
-
6 φυσικός
φυσικός, adv. φυσικῶς, 1) natürlich, von der Natur geschaffen, bewirkt, angeboren; im Ggstz des Erlernten, Xen. Mem. 3, 9,1; im Ggstz von νομικός, Arist. eth. 5, 7; im Ggstz des künstlich Erzwungenen, Pol. 6, 4,7; Sp. – 2) naturgemäß, nach den Gesetzen der Natur, in der Naturordnung begründet, im Ggstz des Wider- oder Uebernatürlichen u. Wunderbaren, physisch; αἴτια φυσικά, physische Ursachen im Ggstz der ἠϑικά; dah. ἡ φυσικὴ ϑεωρία, auch ἡ φυσική allein, = Naturforschung, Untersuchung der Naturkörper u. -erscheinungen, u. übh. des Wesens der Dinge; οἱ φυσικοί, die ältesten ionischen und eleatischen Philosophen, die sich mit Erforschung des Wesens und des Urgrundes der Dinge bebeschäftigten, Naturphilosophen; τὸ φυσικόν, der Theil der Philosophie, der sich mit der Erforschung des Wesens und des Urgrundes der Dinge beschäftigte, wie besonders die Stoiker die Philosophie eintheilen in φυσικόν, ἠϑικόν u. διαλεκτικόν, S. Emp. pyrrh. 2, 2. – Bei Sp. auch = zauberisch, sympathetisch, φάρ-μακα φυσικά, im Ggstz der künstlichen Arzneimittel der Aerzte, und φυσικοί, Zauberer, die besondere Kenntnisse der Naturkräfte zu besitzen vorgaben.
-
7 ἠθικός
ἠθικός, ethisch, sittlich, den Charakter darstellend; ποίημα τὸ δηλοῦν τὴν προαίρεσιν, auch μέλη, ἁρμονίαι, auf das Gemüth, den Charakter wirkend, Arist. pol. 8, 7; τὸ ἠϑικὸν τῆς φιλοσοφίας, der Theil der Philosophie, der sich mit den Grundsätzen des Sittlichen beschäftigt, Sittenlehre, D. L. 1, 18; auch τὰ ἠϑικά, u. ἠϑικοὶ λόγοι, Sp. – Zum Charakter gehörig, charakteristisch. ausdrucksvoll, ἠϑικὴ λέξις, ἁρμόττουσα ἑκάστῳ γένει καὶ ἕξει Arist. rhet. 3, 7. – Adv. ἠϑικῶς, z. B. μειδιᾶν, bedeutungsvoll lachen, Plut. Brut. 51; vgl. Aristaen. 1, 24. 27.
-
8 Ευδημος
ὅ Эвдем1) уроженец Кипра, ученик Аристотеля, именем которого назван не сохранившийся диалог последнего - Εὔ. ἢ περὴ ψυχῇς2) уроженец Родоса, ученик Аристотеля и издатель его сочинений; его именем названа Ἠθικὰ Εὐδήμεια Аристотеля -
9 Νικομαχειος
3никомахов -
10 Πλουταρχος
ὅ Плутарх1) тиранн Эретриа, союзник Афин, впосл. изгнанный Фокионом в серед. IV в. до н.э. Dem.2) родом из Херонеи, греч. историк и философ, учитель императора Адриана, автор 50 «Жизнеописаний» - в том числе 46 Βίοι παράλληλοι - и Ἠθικά; ок. 40-120 гг. н.э. -
11 опускаться
опускать||ся1. κατεβαίνω, πέφτω (о тумане, занавесе и т. п.)/ χαμηλώνω (άμετ.) (о голове)/ καθιζάνω (о почве)/ βυθίζομαι (в кресло)/ κάθομαι (о птице,) бабочке и т. п.):\опускатьсяся на колени γόνατίζω, γονοπετώ·2. (понижаться, спускаться) κατεβαίνω·3. перен ξεπέφτω, πέφτω ἡθικά· ◊ ру́ки у меня опускаются μοῦ παράλυσαν τά χέρια, ἔχασα τό κουράγιο μου. -
12 поддержать
поддержатьсов, поддерживать несов1. (под руку и т. п.) ὑποβαστάζω, κρατώ, στηρίζω·2. перен (помогать) ὑποστηρίζω, βοηθώ:\поддержать морально ὑποστηρίζω ήθικά, ἐνθαρρύνω·3. перен (мнение, предложение, кандидатуру и т. п.) ὑποστηρίζω·4. (не давать прекратиться, сохранять) διατηρώ / τηρῶ (порядок, дисциплину и т. п.):\поддержать дружественные отношения διατηρώ φιλικές σχέσεις· \поддержать переписку ἔχω ἀλληλογραφία· \поддержать надежду ὑποθάλπω τήν ἐλπίδα· \поддержать разговор τροφοδοτώ τή συζήτηση. -
13 ἦθος
τὸ ἦθος, υος нрав, характер (ср. τὰ ἠθικά этика) -
14 ηθικάν
-
15 ἠθικάν
-
16 ηθικάς
-
17 ἠθικάς
-
18 ethically
adverb ηθικά -
19 аморальный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноανήθικος, ο ξεπεσμένος ηθικά, χωρίς ηθικές αρχές. -
20 возвышать
ρ.δ.μ.1. βλ. возвысить.2. ανεβάζω, εξυψώνω ηθικά•ничего не -ет человека, как творчество τίποτε δεν εξυψώνει τον άνθρωπο, όσο η δημιουργία (το δημιουργικό έργο).
1. βλ. возвыситься.2. υψώνομαι•на горе -ется башня στο βουνό υψώνεται πύργος.
См. также в других словарях:
ἠθικά — ἠθικός moral neut nom/voc/acc pl ἠθικά̱ , ἠθικός moral fem nom/voc/acc dual ἠθικά̱ , ἠθικός moral fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθικάν — ἠθικά̱ν , ἠθικός moral fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠθικάς — ἠθικά̱ς , ἠθικός moral fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημιπελαγιανισμός — Χριστιανική διδασκαλία που διατυπώθηκε από τον ηγούμενο Ιωάννη Κασσιανό. Ο η. στρεφόταν εναντίον των αντιλήψεων για τη θεία χάρη του Πελάγιου και για τον προορισμό του ανθρώπου του Αυγουστίνου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές ο άνθρωπος, μετά το… … Dictionary of Greek
Аристотель — У этого термина существуют и другие значения, см. Аристотель (значения). Аристотель Ἀριστοτέλης … Википедия
Aristotĕles — Aristotĕles, 1) (bei den Arabern u. Syrern Ari sto), aus Stagira in Macedonien (daher der Stagirit genannt), geb. 384 v. Chr.; von seinem Vater Nikomachos, Leibarzt des Königs Amyntas III. von Macedonien, erhielt er die erste Bildung, dann von… … Pierer's Universal-Lexikon
Πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
πλούταρχος — I Όνομα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. 1. (Χαιρώνεια Βοιωτίας περίπου 50 – 120 μ.Χ.). Kορυφαίος συγγραφέας και ιδιαίτερα βιογράφος. Από εύπορη οικογένεια, έλαβε καλή φιλοσοφική, επιστημονική, ιστορική και φιλολογική μόρφωση. Ταξίδεψε στην Ελλάδα και … Dictionary of Greek
συναίσθημα — Τα συναισθήματα, μαζί με τις συγκινήσεις, θεωρούνται τυπικές εκδηλώσεις της συναισθηματικής ζωής. Συγκριτικά με τις συγκινήσεις, τα σ. συνεπάγονται υποκειμενικά μια χαλαρότερη συγκινησιακή κατάσταση, που συνοδεύεται αντικειμενικά με ελαφρές… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek