1 ἠόνιος
σῶμα AP7.383
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠόνιος
ηόνιος — ᾐόνιος, ίη, ον (Α) (συνηρ. τ. τού ἠιόνιος) αυτός που βρίσκεται πάνω στην ακτή … Dictionary of Greek